κατάγειος

κατάγειος
κατάγειος, ιων. τ. κατάγαιος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, ο υπόγειος («αἱ δ' οἰκίαι ἦσαν κατάγειοι», Ξεν.)
2. αυτός που βρίσκεται πάνω στο έδαφος, ο επίγειος («στρουθοὶ κατάγαιοι» — πτηνά που τρέχουν πάνω στο έδαφος, οι στρουθοκάμηλοι, Ηρόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάγειον ή κατάγαιον
υπόγειο, κελάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ γῆς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάγειος — under the earth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγειον — κατάγειος under the earth masc/fem acc sg κατάγειος under the earth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγείοις — κατάγειος under the earth masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγείου — κατάγειος under the earth masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγείους — κατάγειος under the earth masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγείων — κατάγειος under the earth masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγείῳ — κατάγειος under the earth masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγεια — κατάγειος under the earth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγειοι — κατάγειος under the earth masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγαιον — κατάγαιος masc/fem acc sg κατάγαιος neut nom/voc/acc sg κατάγειος under the earth masc/fem acc sg (ionic) κατάγειος under the earth neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”